- αποτρεπτικός
- η , ό[ν]1) предотвращающий, устраняющий (опасность и т. п.); 2) отговаривающий, удерживающий (от чего-л.); 3) дип превентивный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποτρεπτικός — fit for dissuading from masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτρεπτικός — ή, ό (AM ἀποτρεπτικός, ή, όν) ο κατάληλος ή ο ικανός να αποτρέπει, να μεταπείθει κάποιον … Dictionary of Greek
ἀποτρεπτικά — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from neut nom/voc/acc pl ἀποτρεπτικά̱ , ἀποτρεπτικός fit for dissuading from fem nom/voc/acc dual ἀποτρεπτικά̱ , ἀποτρεπτικός fit for dissuading from fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικῶν — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from fem gen pl ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικόν — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc acc sg ἀποτρεπτικός fit for dissuading from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικαί — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικοῖς — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικοί — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικοῦ — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικούς — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρεπτικέ — ἀποτρεπτικός fit for dissuading from masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)